Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2020

επιτέλους

 


«Επιτέλους πέθανε ο μαλάκας». Αυτό ήθελε να σκεφτεί, αλλά δεν τόλμαγε. Σα μύγα η σκέψη ερχόταν και ζουζούνιζε γύρω της. Και την έδιωχνε. «Επιτέλους…» ο τύραννος. Ο πατέρας των παιδιών της. «…ο μαλάκας». Τα παιδιά της τού μίλαγαν στον πληθυντικό. Την έβριζε καθημερινά. Πόσα χρόνια είχαν περάσει μαζί; Πενήντα; Εξήντα; «επιτέλους πέθανε ο….» ήθελε να κλάψει αλλά είχε μία άγρια, θυμωμένη χαρά στα σπλάχνα της. Ελευθερώθηκε έστω και τώρα στην Τρίτη ηλικία. Έκλαιγε. «…ο μαλάκας» Χαρά έπαιρνε από τα εγγόνια της. Χαρά και από τα παιδιά της. Αλλά στο τέλος της ημέρας ήταν άχρηστη και γελοία και κοιμόταν μαζί του κάθε βράδυ. Κι ας την έβριζε. «επιτ…» . Φυσικά και έλεγε στις φίλες της ο άντρας μου και ο άντρας μου, η περηφάνεια δεν την άφηνε να ομολογήσει ούτε καν στον εαυτό της αυτά που πραγματικά είχε μέσα της. Ο χρόνος είχε σταματήσει εκείνο το ταξίδι στη Βενετία όταν ήταν νέοι. Τότε που δέχτηκε να σταματήσει τις σπουδές της. Τότε που απαρνήθηκε τις φίλες της και την οικογένειά της. Άλλες εποχές, ήταν έπαθλο να παντρευτείς και να κάνεις οικογένεια. Ήταν και ορφανή από μάνα…. Έπεσε στη γοητεία του. Τη ζηλιάρικη γοητεία του. Και ανέχτηκε. «Ώσπου ο θάνατος να μας χωρίσει.» Επιτέλους μας χώρισε ο θάνατος. Θα κάνω ένα ταξίδι. Θα πάω σ’ εκείνο το μοναστήρι με τις φίλες μου. Θα καπνίζω επιτέλους ελεύθερα. Τόσα χρόνια κρυβόταν για να καπνίσει. Και το τε η μοίρα της έπαιξε κακό παιχνίδι. Αν έβγαινε από το σπίτι θα πέθαινε. Αν ερχόταν σε επαφή θα πέθαινε. Απαγορεύτηκαν τα ταξίδια και η εκδρομές.  Αν μπεις σε λεωφορείο θα πεθάνεις. Ακόμα και μετά θάνατον τη βασάνιζε. Σαν να έστειλε εκείνη τη συμφορά ειδικά για ‘κεινη. Από το επέκεινα. Κλεισμένη στο σπίτι, τουλάχιστον δεν ήταν αναγκασμένη να κοιμάται δίπλα του. «επιτέλους πέθανε ο μαλάκας». Τι κρίμα, γιατί σε λίγο θα πεθάνω κι εγώ μόνη και χωρίς να έχω ζήσει. Σαν να μην έζησα ποτέ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου