Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2020

το πανηγύρι

 


«να μην ξανά ‘ρθεις. Και να πεις και στην αδερφή σου να μην ξανά ‘ρθει.» Έκλεισε το τηλέφωνο. Δεν ήθελε να δει κανέναν. Θα μείνει μέσα μέχρι να τελειώσει το πανηγύρι. Θα παραγγέλνει φαγητό και ψώνια. Θα του τα αφήνουν την εξώπορτα και θα περιμένει μία μέρα πριν τα βάλει μέσα. Ευτυχώς που υπάρχει το ιντερνέτ για να μιλάει με τα παιδιά του. Ευτυχώς που δεν έχει σκύλο. Δεν χρειάζεται να τον πάει βόλτα. Θα κάτσει μέσα μέχρι να τελειώσει το πανηγύρι. Ονειρεύεται ότι θα κάνει μετά το πανηγύρι. Όχι τίποτα φοβερό. Κανά τσιπουράκι στο καφενείο. Ήταν καλή εκείνη η γκαρσόνα που τους έκανε όλους να γελάει. Θα πάρει το αυτοκίνητο να πάει να δει τη θάλασσα. Όχι για να κολυμπήσει, μόνο για να μυρίσει το ιώδιο. Μπορεί να αποφασίσει να πάει μέχρι εκείνο το μοναστήρι που είναι χτισμένο στο βράχο. Πήγαινε συχνά όταν ζούσε η γυναίκα του. Προς το παρόν θα βλέπει τηλεόραση από το πρωί μέχρι το βράδυ. Παρέα και παρηγοριά. Μέχρι να τελειώσει το πανηγύρι. Ξύπνησε με ένα πόνο στο στομάχι. Πήρε το γιό του τηλέφωνο. «πατέρα να σε πάω στο γιατρό; Θα το κάνουμε όπως πρέπει με ασφάλεια.» Δεν ήθελε. Το πανηγύρι δεν είχε τελειώσει ακόμα. Θα περίμενε μέσα στο σπίτι του, δεν ήταν τίποτα. Δέκα μέρες μετά δεν απαντούσε στο τηλέφωνο. Ο γιός του τον βρήκε μέσα στα αίματα. Αιμορραγία στο στομάχι. Το πανηγύρι δεν είχε τελειώσει ακόμα. Εκεί έξω. Γιατί μέσα το πανηγύρι είχε τελειώσει εδώ και πέντε μέρες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου