Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2020

Γαλλία - Ιταλία - Γερμανία

 


Από μικρός αγαπούσε τα γαλλικά και τα ιταλικά αυτοκίνητα.  Είχαν στυλ και γραμμή. Τα παιδιά του ήταν ακόμα στο δημοτικό όταν πήρε εκείνο το μπλε σιτροέν βίζα. Κάνανε πολλές αποκοτιές με τους φίλους του. Πίνανε και κάνανε κόντρες. Με τις οικογένειες μέσα. Τρελοκομεία. Οικογενειάρχες αλλά με μία ωραία τρέλα. Δουλευταράδες και γλεντζέδες. Το επόμενο γαλλικό ήταν ένα μπορντώ σιτροέν μπε-ιξ. Ατού. Μεγάλο, ευρύχωρο με ηλεκτρικά παράθυρα. Η γυναίκα του μόλις είχε πάρει δίπλωμα, δεν την πολύ άφηνε να το παίρνει…. Ήταν ακριβά τα ανταλλακτικά έλεγε… εξάλλου μπορούσε εκείνος με περηφάνια να την πηγαίνει όπου ήθελε. Εκείνη δεν επέμενε, ήξερε ότι ήταν οδηγός με εμπειρία.  Κάποια στιγμή είχε οικονομικά προβλήματα με την επιχείρηση και έπρεπε να το πουλήσει. Πόναγε η ψυχή του αλλά έπρεπε. Όμως εκείνο το κόκκινο μπε-ιξ ήταν δικό του. Ένα μπέρδεμα στη μεταβίβαση και ήρθε πάλι στα χέρια του. Και έμεινε κάποια χρόνια ακόμα. Ώσπου τον κέρδισε η Ιταλία. Ένα πράσινο σκούρο Λάντσια λίμπρα. Σαν λιμουζίνα ήταν αυτό το αυτοκίνητο. Τα παιδιά στην εφηβεία, η επιχείρηση στα πάνω της, καθρέφτιζε με καμάρι όλα όσα είχε πετύχει. Μόνος του.  Η σύζυγος είχε από χρόνια σταματήσει να οδηγεί. Τον άφηνε να την πηγαινοφέρνει. Δούλευαν μαζί, σκληρά και αδιάκοπα. Και σπίτι έφτιαξαν και η δουλειά τους αναπτύχθηκε. Τόλμησε να ονειρευτεί τη Γερμανία. Εκείνο το σήμα που έμοιαζε με της ειρήνης. Ένα γερμανικό αμάξι, που ήταν άπιαστο στα νεανικά του χρόνια. Μαύρο, γυαλιστερό, αυτόματο, μοντέρνο, κούκλα. Το ονειρεύτηκε και το απόκτησε. Τα παιδιά είχαν φύγει πια. Πήραν το δρόμο τους. έπαιρναν τη μερσεντές με την γυναίκα του, και πήγαιναν ταξίδια. Βουνά, θάλασσες, ταβέρνες, τσιπουράκια στην παραλία… Αναπολούσε εκείνο τον καιρό που ήταν νέοι. Δούλευαν πολύ. Έπιναν το σαββατοκύριακο. Κάναν αποκοτιές με εκείνο το φίλο που τους άφησε νωρίς γιατί έπινε λίγο παραπάνω από το κανονικό. Κολλημένος με ένα τογιοτα κορόλα γιαπωνέζικο, πέθανε από καρδιά την παραμονή του ρεβεγιόν του 2000. Να ‘ναι καλα εκεί που είναι…. Το μαύρο μερσεντές είναι πάντα παρκαρισμένο κάτω από το σπίτι. Ψιλο-κουνιέται για ψιλο-ψώνια. Άντε και για καμία ιατρική επίσκεψη στην ηλικία τους…. Απαγορεύτηκαν οι μετακινήσεις. Οι μετακινήσεις σκοτώνουν. Η μερσεντές περιμένει υπομονετικά. Ονειρεύεται παραλίες. Ονειρεύεται φιδωτούς δρόμους και βουνοκορφές. Είναι γερό, δυνατό, γερμανικό σκαρί. Όπως και ο ιδιοκτήτης του. Γερό, δυνατό σκαρί. Γεμάτο ζωή και συναισθήματα. Που έχουν μπει στην αναμονή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου