Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2020

Συνήθισες

 


Συνήθισες; Αν ήταν να κάνω εικόνα αυτή την περίοδο θα ήταν ο Ηρακλής. Ο δηλητηριασμένος χιτώνας της Δηιάνειρας. Μου φόρεσαν αυτόν τον δηλητηριασμένο χιτώνα και εγώ παλεύω να τον βγάλω. Να κάνω ένα απότομο τίναγμα και να τον βγάλω. Αλλά δε βγαίνει. Κάθε που κάνω μία κίνηση μπήγει τις κλωστές του πιο βαθιά. Παίρνω μία ανάσα να ξεκουραστώ. Σταματάω να παλεύω με τον χιτώνα. Λέω ίσως αν δεν κουνιέμαι πολύ να πέσει από μόνος του. Αυτός ο χιτώνας μου πνίγει την ελευθερία. Δεν μπορώ πια να δω τους φίλους μου. Δεν μπορώ πια με ένα τηλέφωνο να τους μαζέψω για ένα τσίπουρο. «Θα περάσω μόλις τελειώσω τη δουλειά.» Πόσο μπανάλ αυτή η φράση. Τώρα μέσα. Ο χιτώνας σου δεν φεύγει. Κολλαει στο δέρμα. Κάθεσαι μπροστά στην τηλεόραση και βλέπεις ταινίες και σειρές. Με το βελονάκι στα χέρια για να μην τρως τα νύχια σου. Ταξιδεύεις σε κόσμους μέσα από την οθόνη, αλλά δεν μπορείς να ζήσεις έναν έρωτα εφήμερο. Δεν μπορείς να βγεις και να φλερτάρεις. Ο χιτώνας θα μπήξει τις κλωστές του πιο βαθιά αν τολμήσεις να φλερτάρεις. Εκεί έξω. Κάποτε ονειρευόσουνα να μπεις σε αεροπλάνα. Να κάνεις ένα μακρινό ή ένα κοντινό ταξίδι.  Ούτε αυτό μπορείς. Λες θα είναι για λίγο και κάθεσαι στην καρέκλα σου. Στον καναπέ σου. Φορώντας αυτόν τον δηλητηριασμένο χιτώνα της Δηιάνειρας. Πλησιάζουν τα γενέθλιά σου. Κάποτε έκανες μεγάλες μαζώξεις και πάρτι. Ζούσες για να δέχεσαι στο σπίτι σου. Αγκαλιές και δώρα. Χαμόγελα και χειραψίες. Φαγητό και ποτό. Χορό και ξενύχτι. Χωρίς μανδύες. Φέτος μέσα. Οι φίλοι στην οθόνη και το πλάι μία μπύρα με πατατάκια. Ο μανδύας καραδοκεί. Να σε πονέσει. Τον φοράς και λες θα βγει όπου να ναι. Δεν θα αντισταθώ άλλο και ίσως φύγει μόνος του. Ίσως μου τον βγάλουνε. Συνηθίζεις σιγά σιγά. Λες εντάξει δεν είναι και τόσο άβολος. Λίγο λίγο το δηλητήριο περνά στις φλέβες σου. Το νιώθεις οικείο. Δεν θέλεις να βγεις. Τα ψώνια για να φας, αγγαρεία. Τι παράξενο που ο χιτώνας δεν πονάει όταν βγαίνεις για τα απαραίτητα. Μόνο για τα απαραίτητα. Έχει ήλιο έξω. Δεν θες να βγεις, άλλο ένα επεισόδιο ξεκινάει αυτόματα για να ζήσεις την ζωή του πρωταγωνιστή, να κλάψεις να γελάσεις ή να φοβηθείς. Πόσες χιλιάδες άτομα πήγαν σ’ αυτή τη συναυλία; Τι κάνουν όλοι μαζί μπροστά στο Φρέντυ Μέρκιουρι; Δεν φοβούνται; Θυμάσαι κάποτε που είχες πάει σε μία συναυλία. Εννιά χιλιάδες άτομα, γιγαντοοθόνες και μπύρα στο χέρι. Στριμωγμένοι σε ένα γήπεδο, χορεύαμε ιδρωμένοι μισοζαλισμένοι και στριμωγμένοι. Χώνεσαι στον καναπέ και φοβάσαι ότι με αυτή την ανάμνηση ο χιτώνας μπορεί να ξυπνήσει. Μην κουνιέσαι. Μην θυμάσαι. Πονάει πολύ να θυμάσαι. Έχει ήλιο έξω. Σε λίγο θα νυχτώσει βγες. Δεν θέλω. Θα μείνω εδώ με τον μανδύα μου. Τον συνήθισα. Είναι ζεστός σαν κουβέρτα. Θα τυλιχτώ με τα αγκάθια του. Θα ματώσω πιο πολύ. Αφήστε με εδώ να ματώνω το δηλητήριο του χιτώνα μου. Θυμάμαι που έπαιζα στο θέατρο. Θυμάμαι που τραγουδούσα σε μπαρ γεμάτα καπνό και καύλα. Ευτυχώς πρόλαβα να ζήσω λίγο πριν έρθει ο μανδύας. Ευτυχώς που δεν είμαι παιδί. Ευτυχώς που δεν είμαι έφηβη. Ευτυχώς που δεν είμαι νέα. Είμαι κάπου στη μέση. Και συνήθισα. Δεν θέλω να βγω. Μουδιασμένη μέσα σε ένα δηλητηριασμένο μανδύα που φορώ σαν τον Ηρακλή. Υπήρχε κάποτε μία ωραία λέξη η ελευθερία. Ήξερες να τη λες σε πολλές γλώσσες. Liberte στα γαλλικά. Freedom στα αγγλικά. Libertad? Σε πια γλώσσα; Σε ποιον αιώνα; Σε ποια εποχή; Πού; Πότε; Κάποτε; Συνήθισες τόσο το χιτώνα σου που ακόμα κι αν η ελευθερία ξανάρθει, δεν θα ξέρεις τι να την κάνεις. Δεν πιστεύεις πια ότι αυτός ο χιτώνας θα βγει η θα πέσει. Κουράστηκες να παλεύεις να τον βγάλεις. Κουράστηκες. Συνήθισες. Όλα τα συνηθίζει ο άνθρωπος. Ακόμα και τον δηλητηριασμένο χιτώνα της Δηιάνειρας.