«Τι έκανε πάλι το
κωλόπαιδο;» Αυτό σκέφτηκε όταν στην άλλη άκρη της γραμμής κάποιος του είπε «σας
βρήκα από τον τηλεφωνικό κατάλογο. Είστε ο πατέρας της;» Η κόρη του. Χώραγε στη
χούφτα του την πρώτη φορά που της έπλυνε το κορμάκι της στο μαιευτήριο. Αυτό το
μικρό πλασματάκι που μεγαλώνοντας θαρρείς και σκορπούσε μπουρμπουλήθρες γύρω της.
Μάθαινε να διαβάζει, μάθαινε να παίζει, έτρεχε να τον προϋπαντήσει με την
αδερφή της τρέχοντας όταν έμπαινε σπίτι. Η χαρά του, τα παιδιά του. Η χαρά του
να τα βλέπει να μεγαλώνουν και να ομορφαίνουν. Η μεγάλη είχε μία αγάπη για τις λέξεις,
φαινόταν από μικρή. Τη θαύμαζε αυτός που δεν είχε τελειώσει το σχολείο. Θα της έδινε
ό,τι αυτός είχε στερηθεί. Ένα ταλαντούχο πλάσμα ήταν η μικρή. Τραγουδούσε, δεν
φοβόταν να ανέβει στη σκηνή. Διάβαζε, δεν φοβόταν να διαβάσει χοντρά βιβλία.
Δεν φοβόταν τίποτα αυτή η μικρή. Καμάρωνε αλλά δεν ήθελε να το δείξει. «Τι
έκανε πάλι το κωλόπαιδο;» τρυφερά το σκέφτηκε. Με μία κάποια περηφάνια. Στην
άλλη άκρη της γραμμής ήταν ένας διάσημος συγγραφέας από την Αθήνα, λέει. Του
είχε γράψει, λέει, ένα γράμμα η έφηβη κόρη του και τον συγκίνησε τόσο που έψαξε
στον τηλεφωνικό κατάλογο να τη βρει. Αυτός ο διάσημος συγγραφέας, λέει. Ήθελε, λέει,
να την γνωρίσει. Θα έκαναν το ταξίδι μαζί; Θα του έδειχνε όλα αυτά που είχε
γράψει; Και στην άκρη του κόσμου θα πήγαινε για την κόρη του. Αυτή τη μικρή που
μεγαλώνοντας ακουμπούσε τ’αστέρια ήδη. Γύριζε τον κόσμο μέσα από τις σελίδες
των βιβλίων της. Ήταν ηλικιωμένος ο συγγραφέας. Το σπίτι του ήταν αριστοκρατικό.
Ο πατέρας της ήταν έμπορος. Βιβλία δε διάβαζε, αλλά διάβαζε τους ανθρώπους. Όχι
δεν θα του έδινε τα κείμενά της η κόρη του. Όχι, δεν θα του έδινε δωρεάν τον
πλούτο του μυαλού της. Είχε την εξυπνάδα και την εγρήγορση να του πει ότι θα του
τα έστελνε φωτοτυπημένα. Ήταν κωλόπαιδο η μικρή, ήταν όμως κι αυτός κωλόπαιδο. Το
βλέμμα του ηλικιωμένου διάσημου συγγραφέα σκλήρυνε. Συνένοχοι και συνοδοιπόροι
έφυγαν. Είχαν κερδίσει. Ήταν ίσοι πνευματικά με έναν άνθρωπο του πνεύματος. Δεν
έσκυψαν, δεν έδωσαν. Την προστάτεψε. Ήταν ένα ταξίδι που κάνανε μαζί. Όλη τους τη
ζωή. Πάντα ήταν συνένοχοι. Στα καλά και στα κακά. Η κόρη του γύρισε τον κόσμο.
Κι εκείνος τον γύριζε νοερά μαζί της. Δεν το πίστευε πόσο ατρόμητο ήταν αυτό το
κωλόπαιδο. Ήρθε κι εκείνη η περίοδος της φυλακής, που φοβόσουνα μην σκοτώσεις
το διπλανό σου. Που κλείστηκαν όλοι στα σπίτια τους και η ελευθερία ήταν μόνο στις
αναμνήσεις. Ποιος ξέρει πότε θα μπορέσει να ξανασκεφτεί με περηφάνια «Τι έκανε πάλι
το κωλόπαιδο;»