Το είχε πάρει
απόφαση. Θα έφευγε από αυτή τη διαφημιστική. Ο τετραψήφιος μισθός της δεν ήταν
ικανός να γεμίσει την ψυχή της. Την ψυχή της τη γέμιζαν εκείνες οι λίγες ώρες
που χάιδευε τον πηλό με τα δάχτυλά της στα μαθήματα που αποφάσισε να κάνει. Το
είχε πάρει απόφαση ότι θα άνοιγε ένα μαγαζάκι στη γενέθλια πόλη της. Ήταν
ιδιόκτητο εξάλλου, κληρονομιά του πατέρα της. Άλμα πίστης το έλεγε. Και πήγε καλά.
Απέκτησε πελατεία, φίλους, συνεργάτες, έβαλε και υπάλληλο. Της πήρε χρόνια να αναπτυχθεί
αλλα τα έξοδα ήταν λίγα και είχε και το κομπόδεμα της προηγούμενης δουλειάς.
Όχι δεν ήταν καθόλου ξεκούραστο. Καθόλου αυτονόητο. Αλλά δε μετάνιωνε που άφησε
το βέβαιο μισθό για να γίνει ελεύθερος επαγγελματίας. Ήταν ελεύθερη να περάνει
όλη της τη μέρα στο εργαστήριο της. Είχε όνειρα. Και σιγά σιγά πήγαινε προς τα
όνειρά της. Μέρα. Μήνα μήνα. Και μετά μπουκαλάκια αντισηπτικό υγρό. Δεν
βοηθούσε και πολύ στο έκζεμα που της είχε δημιουργήσει ο πηλός και τα νερά. Αλλά
το χρησιμοποιούσε πολύ. Φοβόταν. Μπορεί
να σκότωνε τον πατέρα της που έμενε στο πάνω διαμέρισμα. Πόσο καιρό είχε να τον
δει; Μήνες ολόκληρους. Για το καλό του. Τα νέα ήταν αμείλικτα. Κλείσιμο. Ποιος
χρειάζεται κεραμικά όταν όλος ο κόσμος καίγεται; Έκλεισε. Τα ‘βαλε στο ιντερνέτ,
ευτυχώς ήταν καλή σ’αυτό. Είπε στους πελάτες της να μπουν, να αγοράσουν και να
περάσουν έξω από το μαγαζί να τα πάρουν. Ή να τους τα στείλει με το ταχυδρομείο.
Αλλά που να τα βάλει ο νάνος με το γίγαντα των πωλήσεων μέσω ιντερνέτ; Αλληλεγγύη
σου λέει ο άλλος. Με ένα κλικ το αγόρασε από το γίγαντα και την άλλη μέρα ήταν εκεί.
Δεν είχε πια όρεξη να φτιάξει τίποτα. Δεν μπορούσε να δει κανέναν. Καμιά φορά αναρωτιούνται
οι παλιοί της πελάτες, τι απέγινε εκείνο το κορίτσι που είχε εκείνο το μαγαζάκι
με τα κεραμικά;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου