Όχι, δεν ήθελε να
τον αγγίζει κανείς. Περπατούσε πάντα με
τα χέρια στις τσέπες και απέφευγε τα βλέμματα. Δεν ήθελε να πέσει σε κάποιον
παλιό διαχυτικό φίλο. Και η σκέψη μόνο ότι κάποιος θα τον άγγιζε ή θα τον
φίλαγε σταυρωτά… τον έπιανε ταχυπαλμία. Ήταν όμορφη αυτή η μέρα που είπαν στην
τηλεόραση ότι απαγορεύεται. Απαγορεύονται οι χειραψίες, απαγορεύονται τα φιλιά,
θα σκοτώσεις τον πατέρα σου και τη μάνα σου, για όνομα του θεού μην αγγίζεις κανέναν!
Δεν άγγιζε κανέναν. Έβγαινε και έβλεπε ότι κανείς δεν τον κοίταζε στα μάτια
πια. Κανείς δεν ήθελε να αγγίζει ούτε αυτόν ούτε κανέναν. Γύρω του φιγούρες. Άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν τον
έβλεπαν να πλησιάζει. Και σε μια στιγμή μέσα του όλα άλλαξαν. Με το μυαλό του «είδε»
την παλιά του συμμαθήτρια να τον βλέπει από μακριά και να έρχεται προς το μέρος
του. Τον αγκάλιασε και τον φίλησε σταυρωτά. Με την τσιριχτή φωνή της τον ρώτησε
τι κάνει, που χάθηκε… Και του κρόταγε και τα δύο χέρια στις ζεστές παλάμες της!
Κι εκείνος δεν άκουγε τίποτα, μόνο ένιωθε. Ένιωθε αυτό το ζεστό άγγιγμα και δάκρυζε.
Δάκρυζε γι’ αυτή τη ζέστη που ταξίδευε κατευθείαν στην κάρδια του, ανέβαινε από
τις παλάμες στα μπράτσα και στους ώμους και στα πνευμόνια και στην καρδιά. Μόνο
που δεν μπορούσε πια να αγγίξει κανέναν. Γιατί απαγορευόταν. Τι κρίμα….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου