50 ευρώ το μήνα.
Μπορούσε. Κι αν δε μπορούσε θα ‘βαζε λιγότερα. Αλλά κάθε μήνα θα έβαζε κάτι. Είχε
αγοράσει ένα κουμπαρά που δεν ανοίγει, ένα κουμπαρά πήλινο, από αυτούς που
πρέπει να τους σπάσεις για να πάρεις τα χρήματα. Είχε ήδη πάει σε πολλές χώρες της
Ευρώπης. Αυτό που ήθελε ήταν μία στάμπα στο διαβατήριο. Μία βίζα. Ένα ταξίδι
έξω από τα συνηθισμένα. Να ξεβολευτεί, να χαθεί, να ανακαλύψει. Να γευτεί, να μαγευτεί.
Όχι στην Ινδία. Η Άπω Ανατολή δεν είχε ενδιαφέρον. Ούτε στην Νότια Αμερική. Ονειρευόταν
την Αφρική. Όχι την αραβική Αφρική. Όχι την Γαλλική Αφρική. Την Αγγλόφωνη
Αφρική. Το Δέλτα του Οκαβάνγκο. Στη Μποτσουάνα. Ή στην Τανζανία. Ήθελε να είναι
ταξιδιώτισσα, όχι τουρίστας. Ήθελε να ζήσει μέσα σε μία κοινότητα, να συμμετέχει
στο χτίσιμο ενός σχολείου, να βοηθήσει κάποιες γυναίκες να ανοίξουν ένα μαγαζί
με τις δημιουργίες τους. Αναρωτιόταν πώς να μύριζε άραγε αυτή η ξερή, παράξενη
και άγονη γη. Ήθελε να δει αυτά τα λευκά τεράστια χαμόγελα των ανθρώπων. Διάβαζε,
έψαχνε, σκίρτιζε η ψυχή της. Σε δύο χρόνια από τώρα θα έχω όσα χρειάζομαι για
να πάω. 50 επί 24, 1200 ευρώ. Καλά είναι. Τα Χριστούγεννα θα έβαζε πιο πολλά από
το δώρο της. Θα προσπαθούσε να φτάσει τα 2000. «Εγώ λέω να μείνεις αυτή τη
βδομάδα σπίτι. Μπορεί να σε σκοτώσω, εγώ, ή κάποιος πελάτης. Κι αν πεθάνει ο
πελάτης εξαιτίας σου;» Το ήξερε ότι είχε δίκιο ο εργοδότης της. Έπρεπε να
μείνει σπίτι. Η μία εβδομάδα έγινε μήνας. Τρεις μήνες μετά, το τηλεφώνημα της είπε
ότι δεν μπορεί να την πληρώνει άλλο. Γαμώτο έπρεπε να πληρώσει το νοίκι. Δύο
μήνες τώρα της το πληρώνει ο πατέρας της. Να ‘ναι καλά ο άνθρωπος. Αφού δεν
πέθανε ακόμα, πάλι καλά να λες. Τον έβαλε στο νεροχύτη. Τον κοίταξε για πολύ
ώρα. Του χάιδεψε τις καμπύλες και έβαλε τα κλάματα. Μέσα στους λυγμούς της πήρε
το σφυρί. Τον έσπασε. 1000 ευρώ. Θα της φτάσουν
για 2-3 μήνες αν κάνει οικονομίες. Η Αφρική θα είναι πάντα εκεί. Στο μέλλον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου